Ἰούδας — Ἰούδᾱς , Ἰούδας masc acc pl (doric aeolic) Ἰούδᾱς , Ἰούδας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιούδας — ο 1. γενάρχης των Ιουδαίων. 2. μαθητής του Χριστού, εκείνος που πρόδωσε το Χριστό. 3. μτφ., προδότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιούδας ο Ισκαριώτης — Ένας από τους δώδεκα μαθητές του Ιησού, o οποίος, κατά την ευαγγελική αφήγηση, πρόδωσε τον διδάσκαλό του παραδίδοντάς τον στους ιερείς του Ναού για 30 αργύρια. Μετανοώντας όμως για την πράξη του επέστρεψε τα χρήματα και απαγχονίστηκε (Ματθαίος… … Dictionary of Greek
Ιούδας ο Μακκαβαίος — (; – 160 π.Χ.). Τρίτος γιος του ιερέα Ματταθία, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του στην αρχηγία της επανάστασης των Εβραίων για θρησκευτική ελευθερία (166 π.Χ.) εναντίον του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. H πολεμική σύρραξη άρχισε όταν o Αντίοχος… … Dictionary of Greek
Αλεβί, Ιούδας — (Judah Halevy ή Juda ha Levi, 1075 – 1141). Εβραίος φιλόσοφος και θεολόγος, ο μεγαλύτερος εθνικός ποιητής των Εβραίων από τη Διασπορά και μετά. Γεννήθηκε στην Καστίλη της Ισπανίας και σπούδασε στη Λουκένα. Εκείνο που χαρακτηρίζει την ποίηση του Α … Dictionary of Greek
Χαλεβή, Ιούδας μπεν — Ιουδαίος ποιητής της μεταβιβλικής περιόδου (11ος – 12ος αι.). Γεννήθηκε στην Ισπανική Καστίλη και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Τολέντο. Το σπουδαίο ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από την τελειότητα των μορφών και τον πλούτο των… … Dictionary of Greek
Ἰούδην — Ἰούδας masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰούδης — Ἰούδας masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰούδου — Ἰούδας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek